Με απόφασή του το Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε τις συνεκδικαζόμενες Προσφυγές ιατρών με τις οποίες προσβλήθηκε η απόφαση του Ιατρικού Συμβουλίου Κύπρου να ανακαλέσει την αναγνώριση του τίτλου ειδικότητας. Το Δικαστήριο, στην 40σελιδη απόφασή του, παρέπεμψε σε αυτούσια αποσπάσματα από το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων, περιλαμβανομένων επιστολών των Αιτητριών οι οποίες προηγήθηκαν της υποβολής αίτησης για αναγνώριση τίτλου με τις οποίες ζητούσαν πληροφορίες αναφορικά με την κείμενη νομοθεσία και τους απαιτούμενους χρόνους συμπλήρωσης για εξασφάλιση τίτλου ειδικότητας γενικής ιατρικής. Παρέπεμψε επίσης στην επώνυμη καταγγελία η οποία υπεβλήθη στο ΙΣΚ σύμφωνα με την οποία, μεταξύ των ετών 2010-2014, ενώ από τα πιστοποιητικά κατοχής ειδικότητας τα οποία είχαν υποβάλει οι Αιτήτριες στο ΙΣΚ πρόκυπτε ότι ήταν στην Λευκορωσία για εκπαίδευση στην ειδικότητα της Γενικής Ιατρικής, αυτές δεν βρίσκονταν στην Λευκορωσία ούτε και είχαν παρακολουθήσει επί τακτικής και μονίμου βάσεως την αιτούμενη εκπαίδευση στην Λευκορωσία. Παρέπεμψε τέλος σε αυτούσια αποσπάσματα από τα πρακτικά των συνεδριάσεων του ΙΣΚ στα οποία έκρινε σκόπιμο να αναφερθεί ειδικώς.
Εξετάζοντας τους λόγους ακύρωσης τους οποίους προέβαλαν οι Αιτήτριες, το Δικαστήριο τους απέρριψε στην ολότητά τους και συμφώνησε με τις εισηγήσεις του συνηγόρου του ΙΣΚ ότι από τα ενώπιον του στοιχεία το ΙΣΚ ορθώς διερευνούσε παραβίαση του α. 12 του Κεφ 250, ήτοι ανάρμοστη συμπεριφορά εκ μέρους των δύο ιατρών, η οποία συνίστατο στην παρουσίαση από πλευράς των Αιτητών βεβαίωσης συμπλήρωσης του απαιτούμενου χρόνου πρακτικής ιατρικής εξάσκησης δίχως, όμως, οι Αιτήτριες να έχουν συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο. Το Δικαστήριο επικύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη κρίνοντας ότι το ΙΣΚ εφήρμοσε ενδιάθετη εξουσία για ανάκληση διοικητικής πράξης επαναφέροντας την δημόσια τάξη. Αναφορά έκανε το Δικαστήριο και στις ιδιαίτερες περιστάσεις υπό τις οποίες κλήθηκε η Διοίκηση να προβεί σε διερεύνηση και τελικά να εκδώσει απόφαση, συγκεκριμένα στο γεγονός ότι πρωταρχικός σκοπός του ΙΣΚ είναι η μέριμνα για την διατήρηση του ιατρικού σώματος ικανού από κάθε απόψεως, προσόντων, κατάρτισης και ήθους προς άσκηση του λειτουργήματος της εξυπηρέτησης της δημοσίας υγείας.